δίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλευρά]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πολύπλευρος]], [[τρίπλευρος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλευρά]] ([[πρβλ]]. [[πολύπλευρος]], [[τρίπλευρος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπλευρος Medium diacritics: δίπλευρος Low diacritics: δίπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: dípleuros Transliteration B: dipleuros Transliteration C: diplevros Beta Code: di/pleuros

English (LSJ)

ον, A with two fronts, Ael.Tact.36.4, Arr.Tact.28.4.

Greek (Liddell-Scott)

δίπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, Ἀρρ. Τακτ. 66.

Spanish (DGE)

-ον
1 milit. de dos frentes τάγμα Ael.Tact.36.4, cf. Arr.Tact.28.4.
2 ret. de doble intención, de doble sentido Donat.Ter.Ad.341.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπλευρος, -ον)
αυτός που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλευρά (πρβλ. πολύπλευρος, τρίπλευρος)].