δαυλί: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δαυλός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα, κούτσουρα, [[δαυλιά]] καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαυλίον</i>, υποκοριστικό του μσν. [[δαυλός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαστρίον]]-[[γαστρί]], <i>δαυκίον</i>-[[δαυκί]], [[καρφίον]]-[[καρφί]]].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δαυλός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα, κούτσουρα, [[δαυλιά]] καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαυλίον</i>, υποκοριστικό του μσν. [[δαυλός]] ([[πρβλ]]. [[γαστρίον]]-[[γαστρί]], <i>δαυκίον</i>-[[δαυκί]], [[καρφίον]]-[[καρφί]]].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. μικρός δαυλός
2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαυλίον, υποκοριστικό του μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον-γαστρί, δαυκίον-δαυκί, καρφίον-καρφί].