αὐτοφαής: Difference between revisions
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αυτοφανής [[αὐτοφαής]], -ές και [[αὐτοφανής]], -ές (Α)<br />αφ' [[εαυτού]] [[φανερός]], [[αυτόδηλος]], [[ολοφάνερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αυτοφαής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] ( | |mltxt=και αυτοφανής [[αὐτοφαής]], -ές και [[αὐτοφανής]], -ές (Α)<br />αφ' [[εαυτού]] [[φανερός]], [[αυτόδηλος]], [[ολοφάνερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αυτοφαής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφαής]]) και ο τ. <i>αυτοφανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, = αὐτοφανής (self-appearing, personally appearing, self-revealing), Procl. Phil. Chald. p. 1 J. (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ές
plenamente visible ἡ αὐτοφαὴς τοῦ πυρὸς ἀποπλήρωσις Procl.Phil.Chald.1.
Greek Monolingual
και αυτοφανής αὐτοφαής, -ές και αὐτοφανής, -ές (Α)
αφ' εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο- + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].