δαυχνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαυχνοφόρος]], -ον (Α)<br />ο [[δαφνοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]], [[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]] που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[Δαυχναφόριος]])].
|mltxt=[[δαυχνοφόρος]], -ον (Α)<br />ο [[δαφνοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]], [[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]] που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[Δαυχναφόριος]])].
}}
}}

Revision as of 08:38, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαυχνοφόρος Medium diacritics: δαυχνοφόρος Low diacritics: δαυχνοφόρος Capitals: ΔΑΥΧΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dauchnophóros Transliteration B: dauchnophoros Transliteration C: dafchnoforos Beta Code: dauxnofo/ros

English (LSJ)

v. δαφνηφόρος, cj. in Alcm. 17.

Greek (Liddell-Scott)

δαυχνοφόρος: -ον, = δαφνηφόρος, Ἀλκμ. ἀποσπ. 16 (Bgk.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ portador de laurel cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. δαφνηφόρος.

Greek Monolingual

δαυχνοφόρος, -ον (Α)
ο δαφνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαύχνα, παράλληλος τ. του δάφνη που απαντά μόνο σε σύνθετα, + -φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)].