δικτάτορας: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δικτάτωρ]], ο (AM [[δικτάτωρ]], -ωρος και -ορος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες<br /><b>2.</b> όποιος διοικεί μια [[υπηρεσία]] ή έναν [[κλάδο]] με αυξημένες εξουσίες<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ενεργεί [[κατά]] την [[κρίση]] του [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για κανόνες ή για τη [[γνώμη]] τών άλλων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άρχοντας]] στην αρχαία [[Ρώμη]], ο [[οποίος]] εκλεγόταν από τους υπάτους [[κατόπιν]] προτάσεως της Γερουσίας, σε δύσκολες περιστάσεις, για ένα εξάμηνο και ασκούσε [[μόνος]] του την εκτελεστική [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ελλ. [[δικτάτωρ]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>dictator</i>, που ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>deik</i>- / <i>dik</i>- «[[δείχνω]]» όπως και το ελλ. [[δείκνυμι]]. Από τη Λατινική η λ. εισήχθη και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες ( | |mltxt=και [[δικτάτωρ]], ο (AM [[δικτάτωρ]], -ωρος και -ορος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες<br /><b>2.</b> όποιος διοικεί μια [[υπηρεσία]] ή έναν [[κλάδο]] με αυξημένες εξουσίες<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ενεργεί [[κατά]] την [[κρίση]] του [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για κανόνες ή για τη [[γνώμη]] τών άλλων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άρχοντας]] στην αρχαία [[Ρώμη]], ο [[οποίος]] εκλεγόταν από τους υπάτους [[κατόπιν]] προτάσεως της Γερουσίας, σε δύσκολες περιστάσεις, για ένα εξάμηνο και ασκούσε [[μόνος]] του την εκτελεστική [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ελλ. [[δικτάτωρ]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>dictator</i>, που ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>deik</i>- / <i>dik</i>- «[[δείχνω]]» όπως και το ελλ. [[δείκνυμι]]. Από τη Λατινική η λ. εισήχθη και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>dictateur</i>, ισπαν. <i>dictator</i>, ιταλ. <i>dittatore</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, -ωρος και -ορος)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες
2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες
3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του χωρίς να ενδιαφέρεται για κανόνες ή για τη γνώμη τών άλλων
αρχ.-μσν.
άρχοντας στην αρχαία Ρώμη, ο οποίος εκλεγόταν από τους υπάτους κατόπιν προτάσεως της Γερουσίας, σε δύσκολες περιστάσεις, για ένα εξάμηνο και ασκούσε μόνος του την εκτελεστική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ελλ. δικτάτωρ < λατ. dictator, που ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα deik- / dik- «δείχνω» όπως και το ελλ. δείκνυμι. Από τη Λατινική η λ. εισήχθη και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. dictateur, ισπαν. dictator, ιταλ. dittatore)].