δικαιοπραγής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δικαιοπραγής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενεργεί δίκαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκαιον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>πράγ</i>-<i>μα</i> ([[πράσσω]] / [[πράττω]])].
|mltxt=[[δικαιοπραγής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενεργεί δίκαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκαιον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>πράγ</i>-<i>μα</i> ([[πράσσω]] / [[πράττω]])].
}}
}}

Revision as of 08:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοπρᾱγής Medium diacritics: δικαιοπραγής Low diacritics: δικαιοπραγής Capitals: ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dikaiopragḗs Transliteration B: dikaiopragēs Transliteration C: dikaiopragis Beta Code: dikaiopragh/s

English (LSJ)

ές, A acting justly, PSI1.76.5 (vi A. D.), Sch.Ar.Av.1354, Suid. s.v. ἀντιπελαργεῖν.

German (Pape)

[Seite 626] ές, gerecht handelnd, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοπραγής: -ές, δίκαια πράττων, δίκαιος, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντιπελαργεῖν.

Spanish (DGE)

-ές
que obra rectamente, de recta conducta, βασιλεία PSI 76.5 (VI d.C.), τὸ εὐῶδες ... ὑμῶν δικαιοπραγὲς πρόβλημα PMasp.5.7 (VI d.C.), fig. del comportamiento de algunos anim., Sch.Ar.Au.1354a, Sud.s.u. ἀντιπελαργεῖν
neutr. compar. subst. sentido de la justicia αὐτῆς τὸ μισοπόνηρον ἐν ἅπασι καὶ πολ[υμ] ελὲς αὐτῆς δικαι[ο] πραγέστερον PMasp.279.11 (VI d.C.).

Greek Monolingual

δικαιοπραγής, -ές (Α)
αυτός που ενεργεί δίκαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πράγ-μα (πράσσω / πράττω)].