ευάγω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐάγω (Α)<br /> [[οδηγώ]] σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ [[διάνοια]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /> ίσως ορθότερη [[γραφή]]: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άγω</i>, <i>κατ</i>-<i>άγω</i>)].
|mltxt=εὐάγω (Α)<br /> [[οδηγώ]] σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ [[διάνοια]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /> ίσως ορθότερη [[γραφή]]: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i> ([[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>άγω</i>, <i>κατ</i>-<i>άγω</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐάγω (Α)
οδηγώ σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ διάνοια», Γρηγ. Νύσσ.)
ίσως ορθότερη γραφή: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγω (πρβλ. αν-άγω, κατ-άγω)].