εδωδή: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐδωδή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> [[γεύμα]]<br /><b>3.</b> το να τρώει ή να μπορεί να φάει [[κάποιος]]<br /><b>4.</b> το [[δόλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αναδιπλασιασμένος τ. <span style="color: red;"><</span> <i>έδω</i>, με εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγωγή]])].
|mltxt=[[ἐδωδή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> [[γεύμα]]<br /><b>3.</b> το να τρώει ή να μπορεί να φάει [[κάποιος]]<br /><b>4.</b> το [[δόλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αναδιπλασιασμένος τ. <span style="color: red;"><</span> <i>έδω</i>, με εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας ([[πρβλ]]. [[αγωγή]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐδωδή, η (Α)
1. τροφή, φαγητό
2. γεύμα
3. το να τρώει ή να μπορεί να φάει κάποιος
4. το δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. < έδω, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αγωγή)].