ετερόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόδοξος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ετερόδοξος]], <i>η ετερόδοξη</i><br />ο μη [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]], αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό [[δόγμα]] [[αλλά]] δεν αρνείται θεμελιώδη [[χριστιανικά]] δόγματα και [[κυρίως]] το [[δόγμα]] του τριαδικού θεού και το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος (σε [[διάκριση]] από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> ο [[αιρετικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροδόξως</i> και <i>ετερόδοξα</i> (ΑΜ ἑτεροδόξως)<br />σύμφωνα με τη [[διδασκαλία]] τών αιρετικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterodox</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. λατ. <i>heterodoxus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόδοξος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ετερόδοξος]], <i>η ετερόδοξη</i><br />ο μη [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]], αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό [[δόγμα]] [[αλλά]] δεν αρνείται θεμελιώδη [[χριστιανικά]] δόγματα και [[κυρίως]] το [[δόγμα]] του τριαδικού θεού και το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος (σε [[διάκριση]] από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> ο [[αιρετικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροδόξως</i> και <i>ετερόδοξα</i> (ΑΜ ἑτεροδόξως)<br />σύμφωνα με τη [[διδασκαλία]] τών αιρετικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterodox</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. λατ. <i>heterodoxus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη
ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και κυρίως το δόγμα του τριαδικού θεού και το μυστήριο του βαπτίσματος (σε διάκριση από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη
2. ο αιρετικός.
επίρρ...
ἑτεροδόξως και ετερόδοξα (ΑΜ ἑτεροδόξως)
σύμφωνα με τη διδασκαλία τών αιρετικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodox < μτγν. λατ. heterodoxus < ετερο- + -δοξος < δόξα.