εύτεκνος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(15) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔτεκνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]], ο [[ευτυχής]] για τα [[τέκνα]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) γόνιμη, αυτή που [[είναι]] καλή για [[τεκνογονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πατρίδα]], γη, [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) αυτή που παράγει καλά [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά [[τέκνα]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο [[φιλόστοργος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔτεκνος]] [[ξυνωρίς]]» — [[ζεύγος]] καλών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔτεκνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]], ο [[ευτυχής]] για τα [[τέκνα]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) γόνιμη, αυτή που [[είναι]] καλή για [[τεκνογονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πατρίδα]], γη, [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) αυτή που παράγει καλά [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά [[τέκνα]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο [[φιλόστοργος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔτεκνος]] [[ξυνωρίς]]» — [[ζεύγος]] καλών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>τεκνος</i>, <i>φιλό</i>-<i>τεκνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)
αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του
μσν.-αρχ.
(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία
αρχ.
1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα
2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα
3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος
4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος, φιλό-τεκνος].