ζωοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ζῳοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδελφο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ο (Α [[ζῳοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>αδελφο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 09:19, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α ζῳοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο-κτόνος, πατρο-κτόνος.