ηλεκτροχημεία: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>χημ.</b> [[τομέας]] της φυσικοχημείας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών φαινομένων που συνδέονται με τη [[μετατροπή]] της χημικής ενέργειας σε ηλεκτρική [[ενέργεια]] και αντίστροφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br /><b>χημ.</b> [[τομέας]] της φυσικοχημείας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών φαινομένων που συνδέονται με τη [[μετατροπή]] της χημικής ενέργειας σε ηλεκτρική [[ενέργεια]] και αντίστροφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>electrochemistry</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>chemistry</i> ([[πρβλ]]. [[χημεία]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημ. Στρούμπο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
χημ. τομέας της φυσικοχημείας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων που συνδέονται με τη μετατροπή της χημικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrochemistry < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + chemistry (πρβλ. χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημ. Στρούμπο].