ημιμετάβολος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] υφίσταται όχι τέλεια [[αλλά]] μερική προοδευτική μόνο [[μεταβολή]], ο εν μέρει μεταβαλλόμενος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ημιμετάβολα</i><br />[[τύπος]] ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και [[μεταμόρφωση]] [[συχνά]] ατελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μετάβολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]]), | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] υφίσταται όχι τέλεια [[αλλά]] μερική προοδευτική μόνο [[μεταβολή]], ο εν μέρει μεταβαλλόμενος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ημιμετάβολα</i><br />[[τύπος]] ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και [[μεταμόρφωση]] [[συχνά]] ατελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μετάβολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-[[μετάβολος]], <i>παντο</i>-[[μετάβολος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος
2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα
τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μετάβολος (< μεταβάλλω), πρβλ. ευ-μετάβολος, παντο-μετάβολος.