θαμποκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[θαμπός]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) [[είμαι]] [[σκιερός]], δεν [[φαίνομαι]] [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρομο</i>-[[κοπώ]], <i>γλεντο</i>-[[κοπώ]]].
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[θαμπός]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) [[είμαι]] [[σκιερός]], δεν [[φαίνομαι]] [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] ([[πρβλ]]. <i>βρομο</i>-[[κοπώ]], <i>γλεντο</i>-[[κοπώ]]].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-άω
1. είμαι θαμπός, θολός
2. (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + -κοπώ (πρβλ. βρομο-κοπώ, γλεντο-κοπώ].