ημικατάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμικατάλυτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που καταλύθηκε [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κατά]]-<i>λυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>λύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>, <i>ευ</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>].
|mltxt=[[ἡμικατάλυτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που καταλύθηκε [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κατά]]-<i>λυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>λύω</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>, <i>ευ</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμικατάλυτος, -ον (Μ)
αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κατά-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, ευ-κατά-λυτος].