θηριόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[θηριόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] θηρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαίσιος]], [[τερατόμορφος]], [[τερατώδης]], τρομερά [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[θηριόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] θηρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαίσιος]], [[τερατόμορφος]], [[τερατώδης]], τρομερά [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:53, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόμορφος Medium diacritics: θηριόμορφος Low diacritics: θηριόμορφος Capitals: ΘΗΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: thēriómorphos Transliteration B: thēriomorphos Transliteration C: thiriomorfos Beta Code: qhrio/morfos

English (LSJ)

ον, (μορφή) A in the form of a beast, κώδων Eust.1139.57, cf. Procl.Par.Ptol.278.

German (Pape)

[Seite 1209] thiergestaltig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόμορφος: -ον, (μορφὴ) ἔχων μορφὴν θηρίου, Εὐστ. 1139. 57, Πρόκλ., κτλ.· καὶ οὐσιαστ. θηριομορφία, ἡ, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θηριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή θηρίου
νεοελλ.
1. απαίσιος, τερατόμορφος, τερατώδης, τρομερά άσχημος
2. φρ. «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, τερατό-μορφος].