θρομβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θρομβοειδής]], -ές)<br />[[θρομβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ιδρώτα]]) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρόμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>δακτυλιο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thromboid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thrombo</i>-(<b>[[πρβλ]].</b> [[θρόμβος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>id</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θρομβοειδής]], -ές)<br />[[θρομβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ιδρώτα]]) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρόμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]) [[πρβλ]]. <i>δακτυλιο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thromboid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thrombo</i>-([[πρβλ]]. [[θρόμβος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>id</i> ([[πρβλ]]. -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβοειδής Medium diacritics: θρομβοειδής Low diacritics: θρομβοειδής Capitals: ΘΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thromboeidḗs Transliteration B: thromboeidēs Transliteration C: thromvoeidis Beta Code: qromboeidh/s

English (LSJ)

ές, A full of clots or lumps, Hp.Mul.1.11,38.

German (Pape)

[Seite 1219] ές, = θρομβώδης, Hippocr.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θρομβοειδής, -ές)
θρομβώδης
μσν.
(για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + -ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο-ειδής, ρομβο-ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < thrombo-(πρβλ. θρόμβος) + -id (πρβλ. -ειδής < είδος)].