ιππημολγός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππημολγός]], ὁ (Α)<br />(για σκυθική ή ταταρική [[φυλή]]) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το [[γάλα]] φοράδας για [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ημολγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-[[μολγός]], <i>Κυν</i>-[[αμολγός]]. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἱππημολγός]], ὁ (Α)<br />(για σκυθική ή ταταρική [[φυλή]]) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το [[γάλα]] φοράδας για [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ημολγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]»), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-[[μολγός]], <i>Κυν</i>-[[αμολγός]]. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππημολγός, ὁ (Α)
(για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου-μολγός, Κυν-αμολγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].