ισοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰσοσκελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές [[τρίγωνο]]» — το [[τρίγωνο]] που έχει τις δύο πλευρές ίσες)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσοσκελές</i><br />η [[ιδιότητα]] του ισοσκελούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσοσκελής [[προϋπολογισμός]]» — [[προϋπολογισμός]] που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει [[ισοζύγιο]] εσόδων και δαπανών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμούς) [[άρτιος]], [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> (για περιόδους του λόγου)<br />αυτή που έχει ίσα κώλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰσοσκελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές [[τρίγωνο]]» — το [[τρίγωνο]] που έχει τις δύο πλευρές ίσες)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσοσκελές</i><br />η [[ιδιότητα]] του ισοσκελούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσοσκελής [[προϋπολογισμός]]» — [[προϋπολογισμός]] που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει [[ισοζύγιο]] εσόδων και δαπανών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμούς) [[άρτιος]], [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> (για περιόδους του λόγου)<br />αυτή που έχει ίσα κώλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>μακρο</i>-<i>σκελής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἰσοσκελής, -ές)
αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» — το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές
η ιδιότητα του ισοσκελούς
νεοελλ.
φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός» — προϋπολογισμός που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών
αρχ.
1. (για αριθμούς) άρτιος, ζυγός
2. (για περιόδους του λόγου)
αυτή που έχει ίσα κώλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, μακρο-σκελής].