ἰσοσκελής

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοσκελής Medium diacritics: ἰσοσκελής Low diacritics: ισοσκελής Capitals: ΙΣΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: isoskelḗs Transliteration B: isoskelēs Transliteration C: isoskelis Beta Code: i)soskelh/s

English (LSJ)

ἰσοσκελές,
A with equal legs, especially in Geom., having two sides equal, isosceles, τρίγωνον Pl.Ti.54a, etc.; τὸ ἰ. Arist.APo.41b14.
2 of numbers, that can be divided into two equal parts, even (as 6 = 3 + 3), opp. σκαληνός, odd (as 7 = 4 + 3), Pl.Euthphr.12d.
3 Rhet., of periods, containing equal members, Hermog.Inv.4.3.
4 Medic., having equal tails, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.62 tit.

German (Pape)

[Seite 1267] ές, gleichschenklig, τρίγωνον, Plat. Tim. 54 a u. Mathem.; auch von Zahlen, Plat. Euthyph. 12 d. Von Perioden, gleichgliederig, Rhett.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. qui a les jambes égales :
1 qui a les côtés égaux : τρίγωνον ἰσοσκελές triangle isocèle;
2 dont les membres sont égaux (période);
II. en parl. de nombres qui peut être divisé en deux parties égales, pair (p. opp. à σκαληνός).
Étymologie: ἴσος, σκέλος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοσκελής:
1 равнобедренный (τρίγωνον Plat., Arst., Plut.);
2 четный (ἀριθμός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοσκελής: -ές, ἔχων ἴσα σκέλη, τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α· οὕτω, τὸ ἰσοσκελὲς Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 7. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν δυναμένων νὰ διαιρεθῶσιν εἰς δύο ἴσα μέρη, ἄρτιος (οἷον 6 = 3+3), ἀντίθετον τῷ σκαληνός, περιττὸς (ὡς 7 = 4+3) Πλάτ. Εὐθύφρων 12D.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἰσοσκελής, -ές)
αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» — το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές
η ιδιότητα του ισοσκελούς
νεοελλ.
φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός» — προϋπολογισμός που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών
αρχ.
1. (για αριθμούς) άρτιος, ζυγός
2. (για περιόδους του λόγου)
αυτή που έχει ίσα κώλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, μακροσκελής].

Greek Monotonic

ἰσοσκελής: -ές (σκέλος
1. αυτός που έχει ίσα σκέλη, ισοσκελής, σε Πλάτ.
2. λέγεται για αριθμούς, αυτοί που μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ίσα μέρη, άρτιοι (όπως 6 = 3 + 3), στον ίδ.

Middle Liddell

ἰσο-σκελής, ές σκέλος
1. with equal legs, isosceles, Plat.
2. of numbers, that can be divided into two equal parts, even (as 6 = 3 + 3), Plat.

Mantoulidis Etymological

(=μέ ἴσα σκέλη). Άπό τό ἴσος +σκέλος.