ισχιοκοκκυγικός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τα ισχία και τον κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>ischiococcygien</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ischio</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχίον</i> <span style="color: red;">+</span> <i>coccygien</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοκκυγικός]])].
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τα ισχία και τον κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ischiococcygien</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ischio</i> ([[πρβλ]]. <i>ισχίον</i> <span style="color: red;">+</span> <i>coccygien</i> ([[πρβλ]]. [[κοκκυγικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τα ισχία και τον κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiococcygien < ischio (πρβλ. ισχίον + coccygien (πρβλ. κοκκυγικός)].