ισχυροποιός: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχυροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχυτικός]], [[δυναμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), | |mltxt=[[ἰσχυροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχυτικός]], [[δυναμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ενοχο</i>-[[ποιός]], <i>ξηρο</i>-[[ποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰσχυροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχο-ποιός, ξηρο-ποιός.