ισόσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» ([[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>σταθμος</i>, <i>σύ</i>-<i>σταθμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:11, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμα (Α ἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].