ισόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (Text replacement - "οῦνπ" to "οῦν π")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπεδος]] -ον)<br />αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («χοῦν ποιέων τῇ [[ἄλλῃ]] γῃ [[ἰσόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η [[επιφάνεια]] του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την [[επιφάνεια]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισόπεδη [[διάβαση]]» — [[διασταύρωση]] δύο [[οδών]] ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἰσόπεδον]]<br />επίπεδο [[έδαφος]], ομαλή [[επιφάνεια]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν [[ἔδαφος]], ἰσόχωρον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)-<span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπεδος]] -ον)<br />αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («χοῦν ποιέων τῇ [[ἄλλῃ]] γῃ [[ἰσόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η [[επιφάνεια]] του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την [[επιφάνεια]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισόπεδη [[διάβαση]]» — [[διασταύρωση]] δύο [[οδών]] ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἰσόπεδον]]<br />επίπεδο [[έδαφος]], ομαλή [[επιφάνεια]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν [[ἔδαφος]], ἰσόχωρον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)-<span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῦν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].