κακοδρομία: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοδρομία]] και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α)<br />[[κακός]] [[πλους]], [[κακό]] [[ταξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δρομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κενο</i>-<i>δρομία</i>, <i>ταχυ</i>-<i>δρομία</i>].
|mltxt=[[κακοδρομία]] και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α)<br />[[κακός]] [[πλους]], [[κακό]] [[ταξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δρομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>κενο</i>-<i>δρομία</i>, <i>ταχυ</i>-<i>δρομία</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδρομία Medium diacritics: κακοδρομία Low diacritics: κακοδρομία Capitals: ΚΑΚΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: kakodromía Transliteration B: kakodromia Transliteration C: kakodromia Beta Code: kakodromi/a

English (LSJ)

poet. κᾰκοδρομίη, ἡ, A bad passage (by sea), AP7.699.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unglückslauf, Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Ikarus.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδρομία: ἡ, κακὸς δρόμος (διὰ θαλάσσης), κακὸν ταξείδιον, Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

κακοδρομία και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α)
κακός πλους, κακό ταξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -δρομία (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. κενο-δρομία, ταχυ-δρομία].

Greek Monotonic

κᾰκοδρομία: ἡ (δρόμος), κακός δρόμος, τραχύ πέρασμα, δύσκολο ταξίδι (μέσω θαλάσσης), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδρομία: ἡ злосчастный перелет (Ἰκάρου Anth.).

Middle Liddell

κᾰκο-δρομία, ἡ, δρόμος, Anth.]