καλόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[άνθρωπος]] καλής πίστεως, [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυστερόβουλος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοπίστως</i> και <i>καλόπιστα</i><br />με καλή [[πίστη]], με [[ειλικρίνεια]] προθέσεων, τίμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πιστός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>πιστος</i>, <i>ευκολό</i>-<i>πιστος</i>, <i>εύ</i>-<i>πιστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[άνθρωπος]] καλής πίστεως, [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυστερόβουλος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοπίστως</i> και <i>καλόπιστα</i><br />με καλή [[πίστη]], με [[ειλικρίνεια]] προθέσεων, τίμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πιστός]]), [[πρβλ]]. <i>αξιό</i>-<i>πιστος</i>, <i>ευκολό</i>-<i>πιστος</i>, <i>εύ</i>-<i>πιστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος
2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο.
επίρρ...
καλοπίστως και καλόπιστα
με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιό-πιστος, ευκολό-πιστος, εύ-πιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].