καραβοκύρης: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[καραβοκύρης]] και καραβοκύριος)<br />[[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πλοίαρχος]], [[καπετάνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] πλοίου, [[πλοιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καράβι]] <span style="color: red;">+</span> [[κύριος]] (> [[κύρης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νοικο</i>-[[κύρης]]].
|mltxt=ο (Μ [[καραβοκύρης]] και καραβοκύριος)<br />[[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πλοίαρχος]], [[καπετάνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] πλοίου, [[πλοιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καράβι]] <span style="color: red;">+</span> [[κύριος]] (> [[κύρης]]), [[πρβλ]]. <i>νοικο</i>-[[κύρης]]].
}}
}}

Revision as of 13:12, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος)
κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος
νεοελλ.
ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο-κύρης].