καλλίπρωρος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλίπρῳρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ωραία [[πλώρη]] («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς [[σκάφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], ο [[ωραίος]] («[[βλάστημα]] καλλίπρωρον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]]), | |mltxt=[[καλλίπρῳρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ωραία [[πλώρη]] («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς [[σκάφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], ο [[ωραίος]] («[[βλάστημα]] καλλίπρωρον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]]), [[πρβλ]]. <i>μελάμ</i>-<i>πρῳρος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πρῳρος</i>). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Übertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.
Greek Monolingual
καλλίπρῳρος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. μελάμ-πρῳρος, χρυσό-πρῳρος).