κινάση: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>(βιοχ.)</b><br /><b>1.</b> ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική [[ρύθμιση]]<br /><b>2.</b> ένζυμο που καταλύει τη [[μεταφορά]] ενός δεσμού, πλούσιου σε [[ενέργεια]], σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>kinase</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kin</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>kinetic</i> <span style="color: red;"><</span> [[κινητικός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ase</i> (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>ase</i> κατ' [[απόσπαση]] <span style="color: red;"><</span> <i>diastase</i>)].
|mltxt=η<br /><b>(βιοχ.)</b><br /><b>1.</b> ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική [[ρύθμιση]]<br /><b>2.</b> ένζυμο που καταλύει τη [[μεταφορά]] ενός δεσμού, πλούσιου σε [[ενέργεια]], σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>kinase</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kin</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>kinetic</i> <span style="color: red;"><</span> [[κινητικός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ase</i> (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>ase</i> κατ' [[απόσπαση]] <span style="color: red;"><</span> <i>diastase</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:29, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
(βιοχ.)
1. ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική ρύθμιση
2. ένζυμο που καταλύει τη μεταφορά ενός δεσμού, πλούσιου σε ενέργεια, σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kinase < kin- (< kinetic < κινητικός < κινητός < κινῶ) + -ase (< γαλλ. ase κατ' απόσπαση < diastase)].