κοκκινάδι: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ( | |mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. <i>ασπρ</i>-<i>άδι</i>, <i>μαυρ</i>-<i>άδι</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Μ κοκκινάδι)
1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα
2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών
νεοελλ.
το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο χρώμα αυτών τών μερών που προκαλείται από τοπική φλεγμονή ή άλλη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι, μαυρ-άδι)].