κοινωνιόλεκτο: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, και κοινωνιόλεκτος, η<br />όρος που δηλώνει το γλωσσικό [[ιδίωμα]] που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική [[ομάδα]], ο [[κοινός]] [[γλωσσικός]] [[μέσος]] όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική [[διάλεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το β' συνθετικό της, | |mltxt=το, και κοινωνιόλεκτος, η<br />όρος που δηλώνει το γλωσσικό [[ιδίωμα]] που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική [[ομάδα]], ο [[κοινός]] [[γλωσσικός]] [[μέσος]] όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική [[διάλεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το β' συνθετικό της, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sociolecte</i> <span style="color: red;"><</span> <i>socio</i>- (που αποδίδεται ως <i>κοινωνιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lecte</i> ([[πρβλ]]. -<i>λεκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>διά</i>-<i>λεκτος</i>, <i>ιδιό</i>-<i>λεκτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
το, και κοινωνιόλεκτος, η
όρος που δηλώνει το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική ομάδα, ο κοινός γλωσσικός μέσος όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική διάλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociolecte < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-) + -lecte (πρβλ. -λεκτος < λέγω), πρβλ. διά-λεκτος, ιδιό-λεκτος].