κορμολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορμολογία]], ἡ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> η [[συλλογή]] κορμών<br /><b>2.</b> η [[διευθέτηση]] της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] με σημ. «[[συλλογή]]» (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρπο</i>-[[λογία]], <i>ψηφο</i>-[[λογία]].
|mltxt=[[κορμολογία]], ἡ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> η [[συλλογή]] κορμών<br /><b>2.</b> η [[διευθέτηση]] της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] με σημ. «[[συλλογή]]» (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>καρπο</i>-[[λογία]], <i>ψηφο</i>-[[λογία]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμολογία Medium diacritics: κορμολογία Low diacritics: κορμολογία Capitals: ΚΟΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kormología Transliteration B: kormologia Transliteration C: kormologia Beta Code: kormologi/a

English (LSJ)

ἡ, A collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπο-λογία, ψηφο-λογία.