κοπίδι: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κοπίδι]][ν])<br /><b>1.</b> κοπτικό [[εργαλείο]] από σίδηρο ή χάλυβα, με [[ακμή]] κοφτερή στο ένα [[άκρο]] του, το οποίο [[είναι]] κατάλληλο για [[κατεργασία]] διαφόρων σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]] τών υποδηματοποιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]], -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσίδ</i>-<i>ι</i>, <i>σανίδ</i>-<i>ι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κοπίδι]][ν])<br /><b>1.</b> κοπτικό [[εργαλείο]] από σίδηρο ή χάλυβα, με [[ακμή]] κοφτερή στο ένα [[άκρο]] του, το οποίο [[είναι]] κατάλληλο για [[κατεργασία]] διαφόρων σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]] τών υποδηματοποιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]], -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> ([[πρβλ]]. <i>γλωσσίδ</i>-<i>ι</i>, <i>σανίδ</i>-<i>ι</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κοπίδι[ν])
1. κοπτικό εργαλείο από σίδηρο ή χάλυβα, με ακμή κοφτερή στο ένα άκρο του, το οποίο είναι κατάλληλο για κατεργασία διαφόρων σκληρών υλικών
2. μαχαίρι τών υποδηματοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν (πρβλ. γλωσσίδ-ι, σανίδ-ι)].