κουτσόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κομμένη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που λέει [[λίγα]] [[λόγια]], [[λιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κουτσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>ξενό</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κομμένη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που λέει [[λίγα]] [[λόγια]], [[λιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κουτσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>αλλό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>ξενό</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει κομμένη γλώσσα
2. αυτός που λέει λίγα λόγια, λιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, ξενό-γλωσσος].