κορφολόγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κορυφολόγος]], ο<br />αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών [[φυτών]], αυτός που κάνει [[κορφολόγημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορφή]] / [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βοτανο</i>-[[λόγος]], <i>καρπο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=και [[κορυφολόγος]], ο<br />αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών [[φυτών]], αυτός που κάνει [[κορφολόγημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορφή]] / [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>βοτανο</i>-[[λόγος]], <i>καρπο</i>-[[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κορυφολόγος, ο
αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανο-λόγος, καρπο-λόγος.