κοψομεσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κουτσομεσιάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπονώ]] τη [[μέση]] κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στη [[μέση]] και του [[προκαλώ]] δυνατό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεσ</i>-[[ιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέση]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στραβο</i>-<i>μεσιάζω</i>].
|mltxt=και [[κουτσομεσιάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπονώ]] τη [[μέση]] κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στη [[μέση]] και του [[προκαλώ]] δυνατό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεσ</i>-[[ιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέση]]), [[πρβλ]]. <i>στραβο</i>-<i>μεσιάζω</i>].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κουτσομεσιάζω
1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο
2. χτυπώ κάποιον στη μέση και του προκαλώ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο-μεσιάζω].