Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπρωρος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανόπρωρος]] και [[κυανοπρῴρειος]], -ον, θηλ. και [[κυανοπρώειρα]] και κυανόπρῴρα (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που η [[πλώρη]] του έχει μαύρο [[χρώμα]] (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε [[νεὸς]] κυανοπρῴροιο [[ἀντίος]] ἀΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τὰς [[πέντε]] [[νέας]] κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>πρωρος</i>, <i>κριό</i>-<i>πρωρος</i>. Ο τ. [[κυανοπρῴρειος]] [[είναι]] [[παράλληλος]], παρεκτεταμένος (με [[επίθημα]] -<i>ειος</i> για μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[κυανόπρωρος]] και [[κυανοπρῴρειος]], -ον, θηλ. και [[κυανοπρώειρα]] και κυανόπρῴρα (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που η [[πλώρη]] του έχει μαύρο [[χρώμα]] (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε [[νεὸς]] κυανοπρῴροιο [[ἀντίος]] ἀΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τὰς [[πέντε]] [[νέας]] κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]]), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>πρωρος</i>, <i>κριό</i>-<i>πρωρος</i>. Ο τ. [[κυανοπρῴρειος]] [[είναι]] [[παράλληλος]], παρεκτεταμένος (με [[επίθημα]] -<i>ειος</i> για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 14:01, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem oder schwarzem Vordertheile, ναῦς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9, 482; eigtl. κυανόπρῳρος, wie E. M κυανοπρωΐρους schreibt.

Greek Monolingual

κυανόπρωρος και κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α)
(για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ.
β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. βού-πρωρος, κριό-πρωρος. Ο τ. κυανοπρῴρειος είναι παράλληλος, παρεκτεταμένος (με επίθημα -ειος για μετρικούς λόγους].