λάφυρο: Difference between revisions
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λάφυρον]], Α, στους Αργείους, [[φάλυρον]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[λάφυρα]]<br />τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται [[κατά]] τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική [[λεία]] («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας [[χάριν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπικηρύσσω]] τὸ [[λάφυρον]] [[κατά]] τινος» — [[επιτρέπω]] τη [[λεηλασία]] ενός λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λάφ</i>-<i>υρον</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υρον</i> ( | |mltxt=το (AM [[λάφυρον]], Α, στους Αργείους, [[φάλυρον]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[λάφυρα]]<br />τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται [[κατά]] τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική [[λεία]] («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας [[χάριν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπικηρύσσω]] τὸ [[λάφυρον]] [[κατά]] τινος» — [[επιτρέπω]] τη [[λεηλασία]] ενός λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λάφ</i>-<i>υρον</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υρον</i> ([[πρβλ]]. <i>λέπ</i>-<i>υρον</i>, <i>πίτ</i>-<i>υρον</i>), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>labh</i>- «[[λαμβάνω]]» ([[πρβλ]]. <i>αμφι</i>-<i>λαφής</i>, <i>είληφα</i>) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>labhate</i> «[[αρπάζω]]», λιθουαν. <i>l</i><i>ō</i><i>bis</i> «[[πλούτος]], [[θησαυρός]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον)
συν. στον πληθ. τα λάφυρα
τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.)
αρχ.
φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ λάφυρον κατά τινος» — επιτρέπω τη λεηλασία ενός λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάφ-υρον εμφανίζει επίθημα -υρον (πρβλ. λέπ-υρον, πίτ-υρον), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα labh- «λαμβάνω» (πρβλ. αμφι-λαφής, είληφα) και συνδέεται με αρχ. ινδ. labhate «αρπάζω», λιθουαν. lōbis «πλούτος, θησαυρός»].