ἐπικηρύσσω

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικηρύσσω Medium diacritics: ἐπικηρύσσω Low diacritics: επικηρύσσω Capitals: ΕΠΙΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: epikērýssō Transliteration B: epikēryssō Transliteration C: epikirysso Beta Code: e)pikhru/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπικηρύττω, pf.
A ἐπικεκήρυχα D.19.21:—proclaim, ἐπικηρυχθεὶς χθονί = proclaimed king, A.Th.634; ἐ. πόλεμόν τινι D.C.78.38 (Pass.).
2. especially of penalties, ἐπικηρύσσω θάνατον τὴν ζημίαν ὃς ἂν.. proclaim death as the penalty, X.HG1.1.15; ἐπικηρύσσω ἀργύριον ἐπί τινι set a price on his head, Hdt.7.214 (but ἀργύριον, of a money penalty, Arist.Oec. 1351b31); χρήματά τινι ἐ. D.I.c.; λάφυρον κατά τινων issue letters of marque, Plb.4.26.7:—Pass., καί οἱ φυγόντι.. ἀργύριον ἐπεκηρύχθη Hdt.7.213; τὰ ἐπικηρυχθέντα χρήματα the price set upon one's head, Nymphod.12, cf. Plu. Them.26; but also ὁ ἐπικηρυχθείς the proscribed person, outlaw, D.C.37.10 (pl.).
3. offer as a reward, χρημάτων πλῆθος τοῖς ἀνελοῦσι D.S.14.8, cf. D.C.56.43; τὸ ἐπικηρυχθὲν τῷ ἀγαγόντι Plu.Them.29: c. inf., τάλαντον δώσειν τῷ ἀπαγαγόντι Lys.6.18.
II. put up to public auction, τὰς ὠνάς PEdgar64.4 (iii B.C.), cf. PRev.Laws48.13 (iii B.C.), SIG975.6 (Delos, iii B.C., Pass.), v.I. for ἀποκηρύσσω in Plu.Cam.8.

German (Pape)

[Seite 948] 1) durch den Herold ausrufen, öffentlich bekannt machen lassen, bes. eine Belohnung oder eine Strafe, ἐπεκήρυξαν ἐπὶ Κορυδαλῷ ἀργύριον, sie setzten eine Geldsumme auf den Kopf des Korydalus, erklärten ihn für vogelfrei, Her. 7, 214, wie ἐπεκηρύχθη αὐτῷ ἀργύριον 213; ἐπεκήρυξε, ὃς ἂν ἁλίσκηται διαπλέων, θάνατον τὴν ζημίαν Xen. Hell. 1, 1, 10, er setzte Todesstrafe darauf; διὰ ταῦτα χρήματα αὐτῷ τοὺς Θηβαίους ἐπικεκηρυχέναι, die Theb. hätten einen Preis auf seinen Kopf gesetzt, Dem. 19, 21; vgl. Plut. Pomp. 32; pass., ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν λαμβάνει παρὰ τῶν Χίων τὰ ἐπικηρυχθέντα χρήματα Ath. VI, 266 d; ὡς καὶ ἐκείνῳ ἐπεκηρύχθη, als auch jener proscribirt wurde, D. Cass. 47, 12, wofür auch ὁ ἐπικηρυχθείς steht, 37, 10 u. öfter. – C. inf., ἐπικηρύττοντες τάλαντον ἀργυρίου δώσειν τῷ ἀποκτείναντι Lys. 6, 18; χρημάτων πλῆθος τοῖς ἀνελοῦσι, eine Belohnung für die, D. Sic. 14, 8; vgl. Plut. Them. 26, 29. – Pol. vrbdt τὸ λάφυρον ἐπεκήρυξαν κατὰ τῶν Αἰτωλῶν, sie machten die Erlaubniß zur Plünderung des Landes der Aetoler bekannt, 4, 26, 7; – ἐκείνῳ πόλεμος ἐπεκηρύχθη ist einfach: es wurde der Krieg gegen ihn erklärt, D. Cass. 78, 38. – Bei Aesch. Sept. 616, πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί, scheint es der Vrbdg nach nicht der Geächtete zu sein, sondern sc. βασιλεύς, vom Herold zum König ausgerufen, od. dem Lande Drohungen verkündend. – 2) wie ἀποκηρύσσω, feilbieten, verkaufen, Plut. Camill. 8.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer par la voix d'un héraut ou d'un crieur public : ἀργύριον ἐπ. τινι HDT mettre à prix la tête de qqn ; θάνατον τὴν ζημίαν XÉN proclamer la peine de mort ; ἐπ. τάλαντον δώσειν LYS promettre publiquement de donner un talent;
2 vendre à la criée.
Étymologie: ἐπί, κηρύσσω.

Greek Monolingual

(AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) κηρύσσω
προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῖς ἀνελοῦσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη
2. καθορίζω ποινή και τήν ανακοινώνω δημόσια με κήρυκα
3. αναγορεύω επίσημα, ανακηρύσσω δημόσια («πύργοις ἐπεμβάς κἀπικηρυχθείς χθονί», Αισχύλ.)
4. εκθέτω σε δημοπρασίαἐπικηρύσσω τάς ὠνάς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπικηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. γνωστοποιώ με προκήρυξη, σε Αισχύλ., στην Παθ.
2. λέγεται για ποινές, ἐπ. θάνατον τὴν ζημίαν, θέτω τον θάνατο ως ποινή, προγράφω θανάσιμη τιμωρία, σε Ξεν.· ἐπ. ἀργύριον ἐπί τινι, ορίζω χρηματική αμοιβή για το κεφάλι κάποιου, σε Ηρόδ.
3. προσφέρω ως ανταμοιβή, σε Πλούτ.
II. εκθέτω σε δημοπρασία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικηρύσσω: атт. ἐπικηρύττω (ῡ)
1 объявлять через вестников, провозглашать через глашатаев (τάλαντον ἀργυρίου δώσειν τινί Lys.): τὸ λάφυρον ἐ. κατὰ τῶν Αἰτωλῶν Polyb. объявить о предании Этолии разграблению; ἐ. ἀργύριον ἐπί τινι Her., χρήματά τινι Dem. или ἀργύριόν τινι Plut. назначить (объявить) награду за чью-л. голову; ἐπικηρυχθεὶς χθονί Aesch. провозгласив(ший) себя царем страны;
2 продавать с торгов (καὶ τὰ χρήματα καὶ τὰ σώματα Plut.).

Middle Liddell

ἐπικηρύσσω, Attic ἐπικηρύττω fut. ἐπικηρύξω
I. to announce by proclamation, Aesch., in Pass.
2. of penalties, ἐπ. θάνατον τὴν ζημίαν to proclaim death as the penalty, Xen.; ἐπ. ἀργύριον ἐπί τινι to set a price on his head, Hdt.
3. to offer as a reward, Plut.
II. to put up to public sale, Plut.