Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]], μικρό και στενό, [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, [[κακό]]-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]], μικρό και στενό, [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, [[κακό]]-<i>στομος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεπτόστομος:''' с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).
|elrutext='''λεπτόστομος:''' с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόστομος Medium diacritics: λεπτόστομος Low diacritics: λεπτόστομος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: leptóstomos Transliteration B: leptostomos Transliteration C: leptostomos Beta Code: lepto/stomos

English (LSJ)

ον, A with small mouth, Arist.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 31] mit kleinem Munde, Ggstz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].

Russian (Dvoretsky)

λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).