Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαθροχειρία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[υπεξαίρεση]], [[κλοπή]], [[λαθραία]] [[αφαίρεση]] ξένου πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαθρόχειρ]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>escamotage</i>, και μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=η<br />[[υπεξαίρεση]], [[κλοπή]], [[λαθραία]] [[αφαίρεση]] ξένου πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαθρόχειρ]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>escamotage</i>, και μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
υπεξαίρεση, κλοπή, λαθραία αφαίρεση ξένου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόχειρ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamotage, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].