Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτοδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιτοδίαιτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει απλά, [[ολιγαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτοδίαιτο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>αστρο</i>-<i>δίαιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιτοδίαιτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει απλά, [[ολιγαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτοδίαιτο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), [[πρβλ]]. <i>αδρο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>αστρο</i>-<i>δίαιτος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτοδίαιτος Medium diacritics: λιτοδίαιτος Low diacritics: λιτοδίαιτος Capitals: ΛΙΤΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: litodíaitos Transliteration B: litodiaitos Transliteration C: litodiaitos Beta Code: litodi/aitos

English (LSJ)

[δῐ], ον, A of a plain way of life, D.H.2.49.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτοδίαιτος: -ον, ὁ λιτῶς διαιτώμενος, ζῶν λιτῶς, Διον. Ἁλ. 2. 49.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιτοδίαιτος, -ον)
1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο-δίαιτος, αστρο-δίαιτος].