μήνις: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μῆνις]] και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)<br />σφοδρή και παρατεταμένη [[οργή]], [[διαρκής]] [[θυμός]], [[μάνιτα]] («μῆνιν ἄειδε, θεά...», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το [[μένω]] ή αυτή που συνδέει τη λ. με το [[μένος]] στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια ([[μῆνις]] «[[διαρκής]] [[οργή]]»), [[αλλά]] προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>n</i><i>ē</i><i>s</i> «χωρισμένες ψυχές» ( | |mltxt=η (Α [[μῆνις]] και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)<br />σφοδρή και παρατεταμένη [[οργή]], [[διαρκής]] [[θυμός]], [[μάνιτα]] («μῆνιν ἄειδε, θεά...», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το [[μένω]] ή αυτή που συνδέει τη λ. με το [[μένος]] στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια ([[μῆνις]] «[[διαρκής]] [[οργή]]»), [[αλλά]] προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>n</i><i>ē</i><i>s</i> «χωρισμένες ψυχές» ([[πρβλ]]. <i>ἐμ</i>-[[μᾶνις]]: <i>im</i>-<i>manis</i> «[[πελώριος]], [[φρικτός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε <i>μνᾶνις</i>, [[πρβλ]]. <i>μέμνημαι</i>. Τέλος, η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαιμάω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)
σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια (μῆνις «διαρκής οργή»), αλλά προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. mānēs «χωρισμένες ψυχές» (πρβλ. ἐμ-μᾶνις: im-manis «πελώριος, φρικτός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μνᾶνις, πρβλ. μέμνημαι. Τέλος, η λ. συνδέεται πιθ. με το μαιμάω].