μαχαιροβγάλτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[μαχαιροβγάλτης]] και μαχαιροεβγάλτης)<br />[[κακοποιός]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]], [[φονιάς]], [[δολοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαχαίρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βγάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βγάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αντερο</i>-<i>βγάλτης</i>].
|mltxt=ο (Μ [[μαχαιροβγάλτης]] και μαχαιροεβγάλτης)<br />[[κακοποιός]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]], [[φονιάς]], [[δολοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαχαίρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βγάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βγάζω]]), [[πρβλ]]. <i>αντερο</i>-<i>βγάλτης</i>].
}}
}}

Revision as of 14:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης)
κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο-βγάλτης].