μελαγκόμης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγκόμης]] και [[μελανοκόμης]], δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρο</i>-[[κόμης]], <i>δαφνο</i>-[[κόμης]].
|mltxt=[[μελαγκόμης]] και [[μελανοκόμης]], δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. <i>αβρο</i>-[[κόμης]], <i>δαφνο</i>-[[κόμης]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκόμης Medium diacritics: μελαγκόμης Low diacritics: μελαγκόμης Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΜΗΣ
Transliteration A: melankómēs Transliteration B: melankomēs Transliteration C: melagkomis Beta Code: melagko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A black-haired, Poll.2.24.

German (Pape)

[Seite 117] ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24.

Greek Monolingual

μελαγκόμης και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο-κόμης, δαφνο-κόμης.