μεσοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσοτριβής]], -ές (Α)<br />(για χιτώνα) αυτός που [[είναι]] [[τριμμένος]] [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>τριβής</i>, <i>ωμο</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=[[μεσοτριβής]], -ές (Α)<br />(για χιτώνα) αυτός που [[είναι]] [[τριμμένος]] [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-<i>τριβής</i>, <i>ωμο</i>-<i>τριβής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοτρῐβής Medium diacritics: μεσοτριβής Low diacritics: μεσοτριβής Capitals: ΜΕΣΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: mesotribḗs Transliteration B: mesotribēs Transliteration C: mesotrivis Beta Code: mesotribh/s

English (LSJ)

ές, A half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον.

German (Pape)

[Seite 140] ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοτρῐβής: -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.

Greek Monolingual

μεσοτριβής, -ές (Α)
(για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής, ωμο-τριβής].