μελάνδειρος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
(24) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάνδειρος]], (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δειρή]] «[[δέρμα]]» ( | |mltxt=[[μελάνδειρος]], (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δειρή]] «[[δέρμα]]» ([[πρβλ]]. <i>αιολό</i>-<i>δειρος</i>, <i>υψί</i>-<i>δειρος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, a small bird, Id.
German (Pape)
[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελάνδειρος, (Α)
αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό-δειρος, υψί-δειρος)].