μηλοδαΐκτας: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοδαΐκτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δαΐκτας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[σφάζω]], [[φονεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-<i>δαΐκτας</i>].
|mltxt=[[μηλοδαΐκτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δαΐκτας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[σφάζω]], [[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. <i>ξενο</i>-<i>δαΐκτας</i>].
}}
}}

Revision as of 15:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοδᾰΐκτας Medium diacritics: μηλοδαΐκτας Low diacritics: μηλοδαΐκτας Capitals: ΜΗΛΟΔΑΪΚΤΑΣ
Transliteration A: mēlodaḯktas Transliteration B: mēlodaiktas Transliteration C: milodaiktas Beta Code: mhlodai/+ktas

English (LSJ)

α, ὁ, A sheep-slaying, λέων B.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.

Greek Monolingual

μηλοδαΐκτας, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + δαΐκτας (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ξενο-δαΐκτας].