μονοκότυλος: Difference between revisions
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοκότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονοκότυλα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κλάση]] αγγειόσπερμων [[φυτών]] που περιέχει όλα τα [[αγγειόσπερμα]] τών οποίων το [[έμβρυο]] αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μια [[σειρά]] μυζητικών θηλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότυλος]] «[[κοτυληδόνα]]» ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονοκότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονοκότυλα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κλάση]] αγγειόσπερμων [[φυτών]] που περιέχει όλα τα [[αγγειόσπερμα]] τών οποίων το [[έμβρυο]] αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μια [[σειρά]] μυζητικών θηλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότυλος]] «[[κοτυληδόνα]]» ([[πρβλ]]. <i>δι</i>-[[κότυλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονοκότῠλος:''' с одним рядом присосок ([[γένος]] τῶν πολυπόδων Arst.). | |elrutext='''μονοκότῠλος:''' с одним рядом присосок ([[γένος]] τῶν πολυπόδων Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with but one row of arms or suckers, Arist.HA525a17, PA685b13.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Reihe Saugwarzen, κοτυληδών, Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον σειρὰν κοτυληδόνων, δηλ. ἕνα μόνον πλόκαμον μυζητικῶν θηλῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 17, π. π. Μορ. 4. 9, 14· πρβλ. κοτυληδὼν Ι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοκότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα
βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από μια σειρά μυζητικών θηλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. δι-κότυλος)].
Russian (Dvoretsky)
μονοκότῠλος: с одним рядом присосок (γένος τῶν πολυπόδων Arst.).