χτικιάρης: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από [[φυματίωση]]<br /><b>2.</b> [[αρρωστιάρης]], [[αδύνατος]] και εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χτικιό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψωρ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από [[φυματίωση]]<br /><b>2.</b> [[αρρωστιάρης]], [[αδύνατος]] και εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χτικιό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. <i>ψωρ</i>-<i>ιάρης</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση
2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].